Θεογνήτου

Θεογνήτου
Θεόγνητος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοδεσπότης — ὁ, Α (ως τίτλος κωμωδιών τού Τιμοστράτου και τού Θεογνήτου) φιλοδέσποτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δεσπότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”